5.21.2010

Ένας κόσμος στο δρόμο


(απόσπασμα)



Κάθονται δίπλα δίπλα. Είναι ένα απόγευμα πληκτικά ίδιο με πολλά άλλα που πέρασαν. Δε μιλάνε. Έχουν σταματήσει πλέον να ρωτάνε ο ένας τον άλλο, πώς τα πας, έβγαλες τίποτα σήμερα; Σέρνεται μια μισαλλοδοξία εδώ μέσα, κάτι σαν ματωμένη ομοψυχία, τη βλέπεις στα μάτια τους όποτε κάποιος σηκώνεται για να εξαργυρώσει ένα μικρό ποσό, τις φορές που κάποιος σκάει ένα συγκρατημένο χαμόγελο επειδή δεν έχασε περισσότερα απ’ την προηγούμενη φορά…

Οι καπνοί απ’ τα τσιγάρα τους διασταυρώνονται ακανόνιστα πάνω απ’ τα κεφάλια τους που ‘χουν γεμίσει πρόσθετες έγνοιες. Ο ένας, άνεργος στα ναυπηγεία και κουτσός στο δεξί πόδι ύστερα απ’ ένα εργατικό ατύχημα, στυλώνει τα μάτια προς τον ηλεκτρονικό πίνακα των αποτελεσμάτων. Γρήγορα, όμως, απογοητεύεται…

«Γαμώ τους πουλημένους όλους, γαμώ τη Γκέτεμποργκ και γαμώ τη Σουηδία στον κώλο!»

Τα λόγια γλιστράνε μέσα απ’ τα σφιγμένα δόντια του. Οι φλέβες του φουσκώνουν και πάλλονται απ’ οργή στους κροτάφους. Μέσα σ’ αυτό το ξεφτισμένο δερμάτινο κουρέλι, μ’ αυτά τα κακόσχημα γένια, μπορείς να τον θεωρήσεις και επικίνδυνο. Θρυμματίζει ένα στυλό στο χέρι του. Προσπαθεί να μαζέψει τα νεύρα του σ’ αυτό ακριβώς το σημείο. Περνούν λίγα δευτερόλεπτα και κοπανάει το χέρι στο μακρόστενο πάγκο μ’ όλη του τη δύναμη. Τα ξεχειλισμένα απ’ τ’ αποτσίγαρα τασάκια και οι θήκες για τα δελτία των στοιχημάτων ανασηκώνονται σχεδόν ταυτόχρονα, όπως οι κοιμισμένοι που πετάγονται απ’ τα κρεβάτια τους τα ξημερώματα με κομμένα τα ύπατα. Όταν ο σεισμός έχει γίνει αισθητός και έχει αφήσει πίσω πανικό. Οι υπόλοιποι παίκτες στο Πρακτορείο κάνουν αυτό που πρέπει: αδιαφορούν. Μνημονεύει, έτσι για πρόσκαιρη παρηγοριά, μια περίφημη φράση ενός σοφού βαλκάνιου προπονητή και συμφωνεί απόλυτα για μια ακόμη φορά: η μπάλα είναι μεγάλη πουτάνα!

«Τι βρίζεις καημένε; Σάμπως ξέρεις κατά που πέφτει η Σουηδία;» λέει ο διπλανός μ’ ένα τόνο ειρωνικό αλλά φιλικό.

Ο άλλος δεν το εκλαμβάνει έτσι…

«Και σένα τι σε νοιάζει ρε! Κάτσε στα δικά σου τα σκατά και μη σε νοιάζει για των άλλων!» απαντά με τα μάτια κατακόκκινα, έτοιμα να κυλήσουν απ’ τις μαυρισμένες κόγχες τους.

Ο άλλος δεν περίμενε μια τέτοια αντίδραση, αλλά δεν έχει σκοπό να του βγει ο τύπος κι από πάνω. Προσπάθησε να αλαφρύνει το κλίμα, να κάνει πλάκα…

«Τώρα τι έπαθες μου λες; Έχασες το παιχνίδι και σου φταίει όλος ο κόσμος;» του αντιγυρίζει κάνοντας μια απαξιωτική κίνηση.

Θέλει να το σταματήσει εδώ. Καταλαβαίνει αμέσως πως θα ήταν καλύτερο να το είχε βουλώσει. Με τις άκρες των ματιών του βλέπει ότι τα χέρια του άλλου αρχίζουν να τρέμουν. Δεν το έκανε σκόπιμα. Απλά του βγήκε, όπως θα άφηνε μια ανάσα να βγει απ’ το στόμα του. Προσπαθεί να επιστρέψει στο δελτίο που συμπλήρωνε. Τώρα προσπαθεί να σκοτώσει μια αφορμή που άθελά του ανέκυψε, την ώρα ακριβώς που γεννιέται…

«Θα βγάλεις το σκασμό ρε πούστη; Ε;» ουρλιάζει και καθώς σηκώνεται απ’ την καρέκλα παρασέρνει με τα χέρια του τους καφέδες. Τον λερώνει στο παντελόνι. Έχει σκύψει μοβόρικα πάνω απ’ τον άλλο. Απ’ το στόμα του εκτινάσσονται μανιασμένες στάλες σάλιου που βρέχουν τον άλλο στο πρόσωπο. Η ανάσα του βρωμάει, μια αιχμηρή ένταση τον διαπερνά απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια. Η φωνή του δυνάμωσε και αντιλάλησε μέσα στην ησυχία του μαγαζιού. Ο Πράκτορας και οι υπόλοιποι τώρα στρέφουν τα κεφάλια και ετοιμάζονται για τη μανούρα…

«Κόφτο ρε μαλάκα! Ηρέμησε!» λέει ο άλλος και κάνει πίσω την καρέκλα του για να σηκωθεί, να σταθεί στα πόδια του και να τον αντιμετωπίσει σαν ίσος προς ίσον. Σηκώνεται για να προλάβει όλα τα ενδεχόμενα, και ν’ απαλλαχτεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα απ’ ένα έκτακτο αίσθημα ταπείνωσης και υπαιτιότητας. Δεν είναι βέβαιος πώς αν του ορμήξει την επόμενη στιγμή είναι σε θέση ν’ αντιδράσει. Οι υπόλοιποι στρέφουν τα σώματά τους πάνω στις καρέκλες, πιάνονται απ’ τα καθίσματά τους, θέλουν να δουν και ν’ ακούσουν καλύτερα…

«Ποιόν είπες μαλάκα ρε αρχίδι;» λέει ο θυμωμένος κουτσός ναυτεργάτης και με μια αστραπιαία κίνηση πιάνει τον άλλο απ’ το γιακά.

«Κάτω τα χέρια σου!» του φωνάζει ο άλλος και τον αρπάζει απ’ τους καρπούς.

Η κυρία Μερόπη, φορτωμένη χαρτοσακούλες, επιστρέφει στο σπίτι της απ’ το μανάβη και περνάει έξω απ’ το Πρακτορείο. Είναι γι’ αυτή τη γειτονιά, ό,τι η απολεσθείσα μνήμη για ένα χρυσόψαρο. Πολλοί λένε πως αν υπήρχε ένας γέρικος πλάτανος κάπου εδώ κοντά, θα τον είχε φυτέψει εκείνη με τη πιπίλα της στο στόμα. Εδώ πέρα έχει ζήσει πολλά και ξέρει αρκετά για τις γούρνες που τσαλαβουτούν οι περισσότεροι άνθρωποι τις ζωές τους. Προτιμά τις χαρτοσακούλες γιατί έχει οικολογική συνείδηση και το μπακάλη επειδή δε τον θεωρεί γρανάζι του καπιταλιστικού συστήματος, όσο δεν της πουλάει τετράγωνα μεταλλαγμένα καρπούζια μέσα στη κάψα του καλοκαιριού. Την ώρα που βάζει το απασχολημένο χέρι στη τσέπη της, για να βεβαιωθεί πώς δε θα κλειδωθεί απ’ έξω για πολλοστή φορά, ξαφνικά ταράζεται από μια φάτσα που φλερτάρει με το ενδεχόμενο να διαπεράσει την τζαμαρία. Ξαφνιάζεται και της πέφτει ένα βαζάκι μαρμελάδα φράουλα. Γίνεται κομμάτια. Δυσανασχετεί και λίγο. Το είχε βάλλει ψηλά στη μια χαρτοσακούλα με τις πατάτες. Αναγκάστηκε να πάει να τ’ αγοράσει απ’ το σούπερ μάρκετ, καθώς ο άνδρας της πλέον δεν είναι για πολλά πολλά. Τα σούπερ μάρκετ δεν της αρέσουν καθόλου, επειδή μπαίνεις για να πάρεις ένα πακέτο αλεύρι και καταλήγεις βγαίνοντας ένας ιεραπόστολος που πρόκειται να μοιράσει ανθρωπιστική βοήθεια στον τρίτο κόσμο…

Το παραμορφωμένο πρόσωπο, που σκουπίζει άθελά του τη τζαμαρία σαν πατσαβούρα, ανήκει σε κάποιον που η κυρία Μερόπη δεν έχει και πολύ σε υπόληψη. Αυτός λοιπόν, κοντεύει τα πενήντα και έχει να δουλέψει πάνω από είκοσι χρόνια. Όλα αυτά τα χρόνια κάθεται, πίνει που και που κάνα καφέ στο καφενείο, αδειάζει τα πακέτα με τα τσιγάρα των άλλων, έχει άποψη για όλα o τρακαδόρος, φουσκώνει τον καλομαθημένο κώλο του και τζογάρει ελαφρώς για να πιάσει το Θεό, καθώς λένε οι ασεβείς, μια και καλή απ’ τ’ αρχίδια. Μέχρι τώρα συντηρείται απ’ το ταμείο ανεργίας. Επιπλέον η γυναίκα του είναι σχεδόν τυφλή, έχει μεγάλο βαθμό αναπηρίας σύμφωνα με τα κατάστιχα της δημόσιας πρόνοιας και ο ίδιος, ως σύζυγος και παραστάτης της, έχει αναλάβει να τη γιατροπορέψει κατ’ οίκον. Η γυναίκα του πάντως έχει σίγουρα καλύτερη όραση από πολλούς άλλους, καθώς είναι πάντα η πρώτη που πετάγεται στις στάσεις και φωνάζει τους αριθμούς των λεωφορείων, ακόμα κι όταν αυτά απέχουν μισό χιλιόμετρο απ’ τα ταλαιπωρημένα μάτια της. Η κυρία Μερόπη πιστεύει πως πρόκειται για κραυγαλέα περίπτωση χαραμοφάηδων που εκμεταλλεύονται τη λύπηση των άλλων και της κοινωνίας χωρίς καμία ντροπή. Θεωρεί πώς είναι εφικτό, αν και δύσκολο, να είσαι και φτωχός και αξιοπρεπής, δεν μπορεί όμως να δεχτεί την υποκρισία ως μοναδικό παράγοντα επιβίωσης. Μια μέρα τον άκουσε αυτόν να λέει με υπεροψία σε κάποιον στο καφενείο:

«Σιγά μη πάω να γίνω σκουπιδιάρης! Αυτοί οι βρωμιάρηδες οι ξένοι τι ρόλο βαράνε δηλαδή;»

Η κυρία Μερόπη σκέφτεται πώς τα χέρια του κουτσού ναυτεργάτη, που τον χτυπάνε αλύπητα στο κεφάλι, θα έπρεπε να αγιάσουν με κάποιο τρόπο, μολονότι η ίδια πιστεύει πως οι θρησκείες είναι το όπιο των λαών. Στα νιάτα της είχε διαβάσει πολύ Μάρξ, τα παλούκια της αστυνομίας μέτρησαν πολλές φορές τα πλευρά της σε πορείες και διαμαρτυρίες, τα χέρια της μοίρασαν με αυταπάρνηση παράνομα έντυπα αριστερής ιδεολογίας, οι σύντροφοί της την στόλισαν με την κατηγορία της προδοσίας, τα πιστεύω της διαψεύστηκαν γρήγορα απ’ τη μια μέρη στην άλλη, ενώ τα μάτια της ήταν κάποτε πεπεισμένα ότι έβλεπαν, αυτά και μόνο αυτά, την αλήθεια για τον κόσμο ακριβώς όπως συνεχίζει να είναι γι’ αυτή: γυμνή και κουτσή. Παρόλα αυτά, χρόνια τώρα, από τότε που έχασε την υπερήλικη μάνα της, ίσως απ’ τη μέρα της κηδείας της, έχει στο κομοδίνο της πάνω απ’ το Κομμουνιστικό Μανιφέστο την Καινή Διαθήκη. «Πρόκειται για σημαντικό μυθιστόρημα!» είπε κάποτε σ’ έναν σεβάσμιο καθηγητή της στο πανεπιστήμιο. Ειρωνευόταν και σάρκαζε ανερυθρίαστα την εποχή που οι αφορισμοί σου άφηναν κηλίδες ντροπής και οι καλοί χριστιανοί σ’ έδειχναν με το δάκτυλο λες και ήσουν ξερατό του σατανά. Τα γηρατειά όμως, η αναπόφευκτη προοπτική του θανάτου, η αδυσώπητη ροπή για μια καθυστερημένη εύρεση του Θεού, έχουν λυγίσει τις κραταιές κι άκαμπτες φιλοσοφίες της νεότητας.

«Καλά, γίνε σαν εμένα φρόκαλο πρώτα», της είχε αντιγυρίσει τότε ο άθεος καθηγητής, με τον οποίο είχε αναπτύξει μια ιδιότυπη φιλία, «και θα με καταλάβεις όταν θα έχω αποδημήσει εις Κύριον!»

Κουράστηκε απ’ τον αγώνα να βρει την παρηγοριά ανάμεσα στους ανθρώπους. Μια μέρα έκοψε με το μαχαίρι απρόσεκτα το δάκτυλό της. Ήταν μια τόση δα γραμμή! Αν ήταν νέα τότε, θα έβαζε το δάκτυλο στο στόμα και θα ρουφούσε το αίμα. Δεν το έκανε όμως. Εκείνη τη στιγμή της φανερώθηκε απρόσμενα, σαν μια έκλαμψη της συνείδησης, το πόσο τρωτός σωματικά και ευπαθής ψυχικά είναι ο άνθρωπος, άφησε το αίμα να στάξει στο νεροχύτη και δάκρυσε μέσα στη σιωπή του σπιτιού της. Θα ‘θελε να πιστεύει σε ένα είδος σωτηρίας. Δεν μπορεί όμως. Η μετά θάνατον ζωή είναι ένα είδος ουτοπίας, η πρώτη ουτοπία που καταστράφηκε μέσα της πολύ πριν απ’ τις άλλες, ως η λιγότερο εφικτή. Το μόνο που θέλει τώρα είναι να έχει ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά τέλη στη ζωή της. Τώρα καταλαβαίνει καλύτερα τι ήθελε να πει ο καθηγητής.

«Ήρθε το τέλος σου ρε!» στριγκλίζει ο ένας και δε σταματάει να χτυπάει.

«Να πας να μαζέψεις το πουτανάκι σου ρε!» συνεχίζει ο άλλος, που μέσα στον πόνο του, ενώ δεν μπορεί καν ν’ ανασάνει, ρίχνει το πιο πικρό φαρμάκι.

Η κυρία Μερόπη στέκεται δίπλα σε μια μαγαρισμένη κολώνα γεμάτη πωλητήρια και αφίσες κάθε λογής παρακολουθώντας. Δε μπορεί να το συνεχίσουν κι άλλο αυτό ό,τι και να ειπώθηκε, αναλογίζεται. Το επόμενο βήμα είναι κάποιος να σκοτωθεί! Η αλήθεια είναι ότι ειπώθηκαν και μερικά σωστά απ’ το στόμα του χαραμοφάη. Με αίμα στα δόντια, πέταξε στα μούτρα του άλλου ότι την κόρη του την έχει αρμέξει το μισό λεκανοπέδιο. Πράγμα που δεν συνιστά υπερβολή, καθώς η κόρη του ναυτεργάτη δεν έχει πλέον ούτε ένα ρούχο που να μην το ‘χει βρέξει σπέρμα. Η κυρία Μερόπη κατηγορεί τον πατέρα για την κατάσταση της κόρης, ας μην τη βάραγε άδικα όποτε του έκανε κέφι, όλα τα άκουγε η γειτονιά, ας μη ξεσπούσε τα νεύρα του σε λάθος πρόσωπο, ας μην της το έλεγε ότι είναι πουτάνα πριν ακόμη χάσει την παρθενιά της, ας μην της δημιουργούσε έναν κόσμο αντεκδίκησης που τώρα τους βασανίζει όλους και κυρίως την ίδια. Όταν η μοναχοκόρη του ήταν ακόμα στο γυμνάσιο, κάποιος του είπε εμπιστευτικά πώς κάποιος άλλος την είδε πάνω σ’ ένα μηχανάκι να φιλιέται μ’ ένα μαλλιά. Αυτό που εξόργισε τον πατέρα ήταν ότι ο μαλλιάς είχε χώσει το χέρι ανάμεσα στα πόδια της κόρης του, μέσα απ’ το βρακί, όπως γίνεται ευκόλως κατανοητό. Της είχε πει επιπλέον πως αν την έβλεπε πάνω σε δίτροχο θα της έκοβε τα πόδια. Το απογευματάκι της αποκάλυψης, όταν μπήκε στο σπίτι, την περίμενε πίσω απ’ την πόρτα με μια τριχιά στο χέρι. Η μάνα της από πίσω του ήταν κλαμένη και φοβισμένη. Την χτύπησε και την έσυρε μέχρι το μπαλκόνι, φωνάζοντας επίμονα: «Πουτάνα! Πουτάνα!».

Μέσα στον κόσμο, της έδεσε τα πόδια και την κρέμασε ανάποδα απ’ τον δεύτερο όροφο του διαμερίσματός τους προς παραδειγματισμό. Η κοπέλα ούρλιαζε. Οι περαστικοί σταμάτησαν και κοιτούσαν εμβρόντητοι. Οι διερχόμενοι οδηγοί κόντεψαν να τρακάρουν κοιτώντας έναν άνθρωπο να κρέμεται σα νυχτερίδα. Ξεπέρασε ακόμη και τη δική του ντροπή, πίστευε πως οι άλλοι θα δικαιολογούσαν έναν σκληρά εργαζόμενο άνθρωπο που τον ταλαιπωρούσαν οι γυναίκες της ζωής του. Στη συνέχεια στράφηκε στη γυναίκα του, μια ταλαίπωρη που κυκλοφορούσε με μαυρισμένα μάτια και μελανιές παντού, για να τη φτύσει και να της πει ότι έβγαλε μια κόρη χειρότερη απ’ την ίδια, ότι γι’ αυτόν δεν ήταν τίποτα άλλο μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης, παρά ένα μόνιμο κακό σπυρί στον κώλο του. Της είπε ότι αυτή ήταν η αιτία για όλο το κακό και της χτύπησε το κεφάλι σ’ όλες τις πόρτες του σπιτιού. Ακόμα και στις ήδη σπασμένες. Εκείνη υπέμεινε βουβά το ξυλοδαρμό. Ήταν η εκτόνωση της κατάστασης μέχρι την επόμενη φορά, το μόνο εφικτό.

Ο τραυματισμός του λίγες μέρες μετά, από μια αδέσποτη κοφτερή λαμαρίνα στα ναυπηγεία, τον έκανε λιγότερο νευρικό, τον έβαλε σε μια διαδικασία ενοχικής αυτοτιμωρίας. Η κόρη του εγκατέλειψε το σπίτι μετά από λίγο καιρό κι άρχισε να βγάζει λεφτά, με τον τρόπο ακριβώς που πίστευε γι’ αυτήν ο πατέρας της. Κάθε τόσο τα τοποθετεί μέσα σ’ ένα μικρό κουτί και τ’ αφήνει στο πατάκι του διαμερίσματος πολύ νωρίς τα ξημερώματα. Έχει ακόμα τα κλειδιά της εξώπορτας. Η μάνα της τα παίρνει, τι να κάνει; Ο πατέρας δεν κάνει τίποτε πλέον γι’ αυτό. Η ανάγκη και η ενοχή έχουν σμίξει για να του μαυρίσουν το κούτελο, να τον ξεφτιλίσουν, όσο μπορεί ν’ αντέξει πριν αυτοκτονήσει αξιοπρεπώς. Βουτηγμένος στην ανταπόδοση της ατίμωσης.

Η κυρία Μερόπη αποστρέφει το βλέμμα και φεύγει. Τα πάντα στροβιλίζονται μέσα στο κεφάλι της. Ο καβγάς, το Πρακτορείο, η εξόφθαλμη αδιαφορία των άλλων που κοιτούσαν τους δυο άντρες να πλακώνονται, όπως θα παρακολουθούσαν στημένο ποδοσφαιρικό αγώνα: φτύνοντας βαριεστημένα τα τσόφλια του πασατέμπου. Περπατάει και σκέφτεται το σπίτι της. Έχει αρχίσει να παραπατάει περιστασιακά. Ο άνδρας της, που όταν τον παντρεύτηκε τον υπεραγαπούσε γιατί έμοιαζε σ’ ό,τι ιδανικότερο είχε κατασκευάσει μέσα στο κεφάλι της, έναν συνδυασμό ροκ σταρ και ριζοσπάστη φιλόσοφου, είχε αποτρελαθεί. Δεν ήξερε τον τελευταίο καιρό τι να κάνει. Στην αρχή την καταδυνάστευε η ανημποριά, μετά είπε να διακωμωδήσει την απόγνωσή της μπας και κάνει τη ζωή της λίγο πιο υποφερτή. Καμιά φορά, κοιτάει μια φωτογραφία που είχαν βγάλει μαζί αγκαλιά, καθισμένοι στην χρυσή άμμο μιας παραλίας που πιθανότατα να έχουν πνίξει πλέον τα κύματα. Είναι τόσο νέοι σ’ αυτή τη φωτογραφία! Τα παιδιά τους πίσω φτιάχνουν έναν πύργο και τον επενδύουν με ξεβρασμένα βότσαλα και κοχύλια. Ο άνδρας της δεν έχει αλλάξει καθόλου. Η ίδια παραμένει γλυκιά και τα μαλλιά της τ’ αφήνει ξέπλεκα να πέφτουν στους ώμους της. Φοράει ακόμα την ίδια στέκα που φοράει στη φωτογραφία. Λατρεύει αυτό του το δώρο. Μακάρι να έλειπαν και οι άσπρες τρίχες που της θυμίζουν παγωμένους καταρράκτες, όποτε αντικρίζει το πρόσωπό της στον καθρέφτη…

Ο άντρας της έχει ακόμα άσπρα μακριά μαλλιά, κορμί στεγνό και μια ασκητική φάτσα που παραπέμπει σε μια καρικατούρα αστικού ερημίτη. Δεν ήταν ποτέ του ιδιαίτερα κοινωνικός. Δεν ήταν και ιδιαιτέρως δραστήριος, πήγαινε στη δουλειά του (περιζήτητος επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής) κι ύστερα επέστρεφε σπίτι για την αγαπημένη του συνήθεια: να διαβάζει πίνοντας τσάι, ενόσω κατέτρωγε τις άκρες των κοκαλένιων γυαλιών του. Ήταν εν πολλοίς κάτι άλλο, σχεδόν αντίθετο απ’ τη γυναίκα του, κλεινόταν στον εαυτό του και στα βιβλία του, δεν είχε αυτό που λένε μερικοί: ιδιαίτερες κοινωνικές ευαισθησίες. Που και που έπαιζε με μια συλλεκτική κιθάρα, πολύτιμο απομεινάρι από κάποια όνειρα που ‘κανε νέος να καταπλήξει το μουσικό στερέωμα. Αγαπούσε τη Μερόπη πάρα πολύ και έκαναν μαζί δυο μαντράχαλους μέχρι εκεί πάνω. Στενοχωριόταν μόνο που ποτέ δεν άπλωσαν το χέρι στην πλούσια βιβλιοθήκη του σπιτιού, στην ταινιοθήκη ή τους δίσκους που μάζευαν χώρια οι γονείς απ’ την εφηβεία τους ακόμα. Ούτε τους πίεσαν όμως να κάνουν κάτι που δεν ήθελαν. Έτσι, τους κέρδισαν το ποδόσφαιρο και τα μπουζούκια.

«Θα φύγω! Δεν αντέχω άλλο!» της είπε μια μέρα, κάτι μήνες πίσω.

Στεκόταν όρθιος στο σαλόνι. Δίπλα του η κιθάρα σπασμένη, οι χορδές της κομμένες. Φορούσε το καλό του το παλτό και ένα φίνο καπέλο με πλατύ γείσο, που του ‘χε δωρίσει κάποτε ένας γάλλος συγγραφέας για την αφοσίωση με την οποία τον μετέφραζε στη μητρική του γλώσσα. Κρατούσε στα χέρια δυο σκοροφαγωμένες βαλίτσες, σε έπειθε πως ήταν ένας ρημαγμένος ταξιδιώτης, κουρασμένος απ’ τις τόσες άσκοπες διαδρομές. Εκείνη μόλις είχε μπει και ήταν βρεγμένη μέχρι το μεδούλι απ’ τη κατακλυσμιαία βροχή. Και έτσι όπως έσταζε ολόκληρη, ξέσπασε σε δάκρυα:

«Πού πας; Πως μ’ αφήνεις έτσι; Γιατί;»

Δεν το περίμενε απ’ αυτόν που ζύγιαζε πολύ καλά τα πάντα, ακόμη και το να πάει στην τουαλέτα για την ανάγκη του. Ήταν υπέρμαχος της ευταξίας και της ηρεμίας. Δεν ήταν άνθρωπος που τον κέντριζε το απρόβλεπτο. Είχε κατά το παρελθόν εκφράσει μόνο κάποιες ανεκπλήρωτες τάσεις φυγής. Τι είχε συμβεί; Της εξήγησε πως ήθελε να πάει να ζήσει μόνος στο νησί, στη γενέτειρά του που ‘χε να δει από είκοσι χρονών, έτσι στα καλά του καθουμένου. Θα ζούσε στο πατρικό του σπίτι, θα το επισκεύαζε, εν ανάγκη θα το έχτιζε απ’ την αρχή, και εκεί ήθελε να πεθάνει, να θαφτεί στο τάφο του πατέρα του και της μάνας του. Απαντήσεις δεν είχε να της δώσει. Τα μάτια του είχαν πλημμυρίσει από αποφασιστικότητα. Απλά το ήθελε. Εκείνη δεν του στάθηκε εμπόδιο. Έπεσε σε μια πολυθρόνα δίπλα στην πόρτα και συνέχισε να κλαίει πάνω στα γόνατά της. Την ακούμπησε στο κεφάλι στοργικά και αποχώρησε. Η παλάμη του ήταν κρύα. Όσο έκλεινε η πόρτα πίσω του, αυτή ευχόταν όλα αυτά να ‘ναι ένα κακόγουστο αστείο, μια επιθυμία για λίγη δράση, ένα γρασάρισμα πάνω στους σκαλωμένους τροχούς της ζωής τους. Πριν κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, βαθιά μέσα της τον δικαιολόγησε, θα τον θαύμαζε αν τελικά το κατάφερνε. Πριν κλείσει τα μάτια τον καταράστηκε για πρώτη φορά. Κι ύστερα ο Μορφέας την έσυρε μ’ αλυσίδες σ΄ ένα βαθύ κι ανήσυχο ύπνο…

Ένα χτύπημα! Δύο, κι άλλη οργή, τρία, πιο βίαια, τέσσερα, μια ανάσα, πέντε, λίγη δύναμη ακόμα στους ώμους και στα γόνατα, έξι, σχεδόν τέλειωσε, επτά χτυπήματα! Τον έσυρε έξω με σκοπό να τον σκοτώσει. Κοπανάει το κεφάλι του στην κοφτερή πλευρά μιας κολώνας. Το πάθος του φόνου τον έχει κάνει ζώο, τα μάτια του είναι υγρά και θολά, το αίμα βάφει το αγνώριστο πρόσωπό του με πιτσιλιές, απ’ το στόμα του φεύγει η λύσσα και σταλάζει στα ρούχα του. Έπειτα τον αφήνει και νιώθει ένα βάρος να τον εγκαταλείπει, είναι δικό του, είναι του άλλου; Την ώρα που ξεψυχάει, γλιστράει με την πλάτη πάνω στην τσιμεντένια κολώνα έξω απ’ το Πρακτορείο. Το κεφάλι ανοικτό, κόκκινο ρόδο ζουμερό, αίμα παντού, σαν ζωντανός ακόμα και ζαλισμένος κάθεται τώρα στη ρίζα της κολώνας όπως μια άτσαλα παρατημένη μαριονέτα, κι αφού ταλαντεύεται για να βρει από ποια θέση είναι καλύτερα να τελευτήσει, πέφτει με τα κατεστραμμένα μούτρα στο πεζοδρόμιο. Σπαρταράει, κάνει δυο τρεις επιθανάτιους σπασμούς και μ’ ένα ρόγχο περνάει στη μαύρη αιωνιότητα…

Στην εξώπορτα βρίσκει ένα σωρό φακέλους από τράπεζες, εταιρείες παροχής ηλεκτρικού ρεύματος και νερού, αδιάφορα διαφημιστικά για το που μπορείς να βρεις το πιο φθηνό βρακί και τον καλύτερο φούρνο μικροκυμάτων. Για μια στιγμή σκέφτεται, με τον ανάλογο αυτοσαρκασμό, πώς η απώτατη φρενοβλάβεια του συστήματος θα είναι, σε τριάντα σαράντα χρόνια από τώρα, οι άνθρωποι να μη κοιμούνται στα ίδια τους τα σπίτια προκειμένου να βολέψουν εκεί μέσα όλα τα αγαθά τους, μικρά και μεγάλα, από χρήσιμα πράγματα όπως το κατσαβίδι μέχρι παντελώς άχρηστα όπως η τηλεόραση. Κοιτάει τα φυλλάδια, τα μάτια της διαστέλλονται σα βλέπει τους φακέλους και άξαφνα το πρόσωπό της φωτίζεται από νοσταλγία. Θυμάται την εποχή που το χαρτί είχε αξία, προσωπική σημασία για τον καθένα, θυμάται με τι ευχαρίστηση αλληλογραφούσε με τον άνδρα της όταν εκείνος βρισκόταν στο Παρίσι κάνοντας το μεταπτυχιακό του πάνω στη Γαλλική Ρομαντική Ποίηση και η ίδια πάλευε μ’ ένα διδακτορικό στο τμήμα Διεθνών Σχέσεων σ’ ένα πανεπιστήμιο του Δυτικού Βερολίνου, με ειδίκευση στη Μέση Ανατολή. Επιπλέον, εκείνη είχε γίνει τότε ένα με τους δρόμους, μαχόταν για ν’ απαλλαχθεί η ανθρωπότητα απ’ τα πυρηνικά όπλα, και είχε τσιμπήσει κι εκεί αρκετές μπάτσες από τα όργανα της τάξης.

«Θέλω να έρθεις εδώ!» της είπε χαδιάρικα μια μέρα, στις μετρημένες στα δάκτυλα συνομιλίες τους στο τηλέφωνο.

«Γιατί;» τον ρώτησε εκείνη, έτσι για να ακούσει κάτι που θα της άρεσε…

«Το ρωτάς; Πρώτον, γιατί σ’ αγαπάω και δεύτερον, είναι τόσο ανισόρροποι αυτοί οι τύποι στην Ουάσινγκτον και τη Μόσχα που μπορεί να κάνουν κάποια πραγματική μαλακία»…

Χασκογελάει τώρα που τα φέρνει σταδιακά στο νου της. Τώρα που με τον άντρα της μιλάει σχεδόν σπάνια. Όχι εξαιτίας κάποιας αναπάντεχης ρήξης που χαλάρωσε τους ψυχικούς τους δεσμούς. Νιώθουν ότι δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να μοιραστούν, ότι δεν έχουν να συζητήσουν κάτι, ότι όλα έχουν εξαντληθεί. Αλλά και η σιωπή μόνο, τα μάτια μόνο που διασταυρώνονται σα δυο ξένοι στο ίδιο σπίτι, δεν την παρηγορούν. Σκέφτεται πώς κάπως έτσι πρέπει ν’ ανοίγει το μονοπάτι για την πιο οδυνηρή μοναξιά, αρχίζοντας να χλευάζεις με την πιο βαθιά αναίδεια τα πεπραγμένα της ζωής σου, ξεδοντιάζοντας την ίδια σου τη μνήμη, αγνοώντας εσκεμμένα πως κάποτε ήσουν το κέντρο της έντασης, το κέντρο του δράματος και της φάρσας, το κέντρο μιας επιθυμίας που σε έσπρωχνε να ζήσεις. Της φαίνεται τόσο ειρωνικό, πώς μπορούσε κάποτε ένα μάτσο διπλωμένες άψυχες σελίδες να συγκρατούν στο πηγαινέλα τους τόση δράση, τόσα αισθήματα, τόσο ενθουσιασμό, τόσο δάκρυ και τόσο γέλιο μέσα σε μια φαντασμαγορία νοημάτων και αποχρώσεων. Τρέμει τούτη την ώρα στην ιδέα, πως η ίδια η απουσία έγινε πολλές φορές ο ίδιος της ο πόθος, ένας πόθος τόσο προσωπικός όσο μπορεί να καταστεί μονάχα ο πόνος, ένας πόνος τόσο αυθεντικός κι ανεπανάληπτος όπως το κάθε δάκρυ που κυλάει απ’ τα μάτια μας και δεν επιστρέφει ποτέ στην πηγή της απώλειάς του.

Κλείνει την εξώπορτα και από μακριά ακούει ένα συρφετό που θα μπορούσε να προέρχεται από την πιο ποταπή κυνομαχία, ένα σύμφυρμα από άναρθρες κραυγές και επιδοκιμασίες, γδούπους και ανοίκειους θορύβους. Είναι οι φωνές και οι σιωπές κάποιων ανθρώπων που συμμετείχαν σε κάτι αποκρουστικό χορταίνοντας τα μάτια τους με αίμα και θάνατο, και που λίγη ώρα αργότερα θ’ αρνηθούν την οποιαδήποτε γνώση για κάτι που τους γέμισε με μια πρωτόγονη, ας μη κρυβόμαστε, και περίεργη ευχαρίστηση: σα να κέρδισαν αναδρομικά όσες φορές είχαν χάσει στην πιο ασήμαντη παλαίστρα της ζωής τους. Δεν της προκαλούν όμως την οποιαδήποτε αντίδραση αυτά τα κακά, μοιάζουν όλα με μια βραχνή σειρήνα που χάνεται στη θαμπάδα της απόστασης. Θα τα μάθει μετά, θα προβληματιστεί μετά. Το μόνο που διακρίνει με τ’ αδύναμα πλέον αυτιά της, πριν ακούσει το λεπτό τζάμι να τρίζει ελαφρώς στην πόρτα, είναι η διαπεραστική και επιβλητική αγριοφωνάρα της Σταυρούλας που καλεί τη γάτα της τη σουρλουλού να γυρίσει γρήγορα πίσω στο ψιλικατζίδικο.

Ανεβαίνει τη σκάλα και συνεχίζει να γελάει η Κυρία Μερόπη, έχει ένα γέλιο που λιώνει αρμονικά την παραίτηση και την αποδοχή στα χείλια. Ο άνδρας της κοντεύει αυτόν τον καιρό να την τρελάνει μ’ αυτά που κάνει. Μέσα σ’ ένα τρίμηνο, όσο ήθελαν να ξεκουμπιστούν τα κρύα και να σφίξουν οι ζέστες, δοκίμασε τα νεύρα της με την ένταση που ο Διάβολος δοκίμασε τα νεύρα του Κυρίου όταν ο τελευταίος αποφάσισε να πάει στην έρημο για να αποφύγει τους πειρασμούς. Μια μέρα που έκανε το κρύο της αρκούδας είδε τον άντρα της, με την άκρη του ματιού της, να ξεπορτίζει τσίτσιδος. Αρχικά δεν πίστευε στα μάτια της, πρώτη φορά η λέξη ρεζίλι αποκτούσε μέσα της κάποια ουσιαστική σημασία. Παράτησε το τηγάνι στη φωτιά (ευτυχώς το σπίτι σώθηκε εν τέλει στο τσακ, μόνο τα λουκάνικα που ετοίμαζε έγιναν στάχτη) και έτρεξε στις σκάλες να τον προλάβει. Δεν τον πρόλαβε όμως ούτε αυτόν, ούτε το ρεζιλίκι. Ο άντρας της είχε βγει ήδη στο πεζοδρόμιο και σαν άλλος Αδάμ, μ’ ένα βιβλίο του Φρόιντ να καλύπτει το φύλο του, άρχισε να φωνάζει:

«Θέλει να μου δώσει το μήλο με το ζόρι! Θέλει να μου χρεώσει την αμαρτία με το ζόρι!». Όταν εκείνη τον πλησίασε και θέλησε να τον συνετίσει, να τον μαζέψει και να τον γυρίσει πίσω στο σπίτι όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, εκείνος ξαναφώναξε: «Μη με πλησιάζεις αμαρτωλή! Μη με πλησιάζεις, φύγε μακριά μου, θέλεις να δαγκώσω το μήλο της αμαρτίας! Φύγε!». Εκείνη τότε εκνευρίστηκε και του απάντησε: «Δεν στέκεις στα καλά σου μου φαίνεται! Είσαι αλλεργικός στα μήλα άνθρωπέ μου, σύνελθε γιατί θα πλακώσουν τα κανάλια!». Και πάλι ο άνδρας της: «Δεν έρχομαι σου λέω, όχι!» και πέρασε το δρόμο απέναντι. Οι περαστικοί που ήταν φασκιωμένοι μέσα στα παλτά τους και ένιωθαν το κρύο να τρυπάει τα κόκαλά τους, άνοιξαν διάπλατα μάτια και αυτιά. «Τρελάθηκε αυτός! Πάει, ελάτε να τον μαζέψετε!» φώναξε κάποιος. Σκαρφάλωσε σε μια πορτοκαλιά του δρόμου, απ’ όπου αρνιόταν πεισματικά να κατέβει και έμοιαζε με συνταξιοδοτημένο Μόγλη. Μετά από χίλια αποτυχημένα παρακάλια, για να κατέβει και να ηρεμήσει, η κυρία Μερόπη κάλεσε την Άμεση Δράση για να επιληφθεί του ζητήματος.

Τον ρώτησε τότε με τα μάτια απελπισμένα, υψωμένα στην απροσδιοριστία μεταξύ κλαδιών και φύλλων:

«Δεν κατεβαίνεις ε; Μη σώσεις και κατέβεις τρελάρα! Αλλά δεν φταις εσύ, εγώ φταίω που όταν ήταν να τις κόψει ο δήμαρχος πήγα και δέθηκα πάνω στα δέντρα για να μη τα κάνουν ίσιωμα όλα οι μπουλντόζες!». Μετάνιωσε ύστερα γι ‘ αυτά που είπε, κυρίως γιατί αντέδρασε μ΄ έναν τρόπο που θεωρούσε παιδιάστικο, κατάλληλο μόνο για ανασφαλείς γυναικούλες. Και μάλιστα μπροστά σε τόσο κόσμο που είχε μαζευτεί εκεί πέρα μ’ ένα προφανές κίνητρο: τη χλεύη.

Τη στιγμή που ο αστυνομικός τη ρώτησε αν ο κύριος πάνω στο δέντρο είναι σύζυγός της, εκείνη απάντησε:

«Αν δεν έχει δώσει τη βέρα του σε καμιά αρκούδα, μάλλον με μένα είναι ακόμα παντρεμένος», και στρεφόμενη πάλι στον άντρα της: «Τι σε έπιασε καημένε και το παίζεις Ταρζάν τώρα στα γεράματα;». Αφού οι αστυνομικοί τον κατέβασαν, μετερχόμενοι το καλό και το κακό, την καλή και την ανάποδη, τον έχωσαν στο περιπολικό. Η κυρία Μερόπη άκουγε τη φωνή του απ’ το ελαφρώς ανοικτό παράθυρο του υπηρεσιακού αυτοκινήτου, καθώς η κουστωδία του σουρεαλισμού απομακρυνόταν: «Ο Αδάμ είμαι! Όχι ο Ταρζάν! Αυτή να πιάσετε, όχι εμένα! Είστε άνδρες! Θα μας καταστρέψει όλους!»…

Το περιστατικό αυτό πέρασε αλλά ο άνδρας της, που επέστρεψε στο σπίτι μετά από κάποιες μέρες στο νοσοκομείο γεμάτος ηρεμιστικά και κατασταλτικά χάπια, επιδεικνύει μια ύποπτη συμπεριφορά: η γυναίκα του πιστεύει ότι κάτι καινούργιο ετοιμάζει, πως κάτι που θα την ταράξει έχει πάλι στα σκαριά. Η κυρία Μερόπη θα περιμένει, κι αν δει ότι ο άνδρας της θα το χάνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο, αν διαπιστώσει ότι δεν παίρνει από λόγια, θα πάει να αγοράσει η ίδια έναν ζουρλομανδύα και θα του ετοιμάσει τη βαλίτσα για το πλησιέστερο φρενοκομείο… Ή θα του ράψει ένα ράσο για το πιο απόμακρο μοναστήρι…

Υπερβολές! Η κυρία Μερόπη δεν είναι τέτοιος άνθρωπος! Αλλά, απ’ την άλλη πώς να κάνει κάποιος προβλέψεις όταν δε ξέρει τα ακριβή όρια της απελπισίας, τη στιγμή που η βίδα στρίβει και απελευθερώνεται η παράνοια σαν πεπιεσμένο αερομάνι; Τη νύχτα εκείνη, που ο άνδρας της είπε πως θα φύγει για πάντα, υπήρξαν κάποιες μακρόσυρτες στιγμές που ένιωσε ότι η απελπισία θα μπορούσε να τη ρίξει σε μια αδυσώπητη και χωρίς επιστροφή κατάθλιψη. Είχε την ψευδαίσθηση ότι κάποιος την είχε πιάσει απ’ το λαιμό και της πίεζε το κεφάλι προς τα κάτω, πριν κοιμηθεί φώναζε «άσε με» στα σκεπάσματα, αλλά ο πόνος δεν απαντά ούτε στους πλέον πειθήνιους υποτακτικούς του.

Ξύπνησε από δυνατές φωνές κάποιες ώρες αργότερα. Γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο άσχημα, ότι οι φωνές δεν πάλευαν στο κεφάλι της αλλά ολοζώντανες στο σαλόνι. Οι δυο γιοι της είχαν επιστρέψει απ’ το γήπεδο τυχαία την ίδια ώρα και θεώρησαν σωστό να συνεχίσουν το γηπεδικό καβγά στο φιλόξενο καθιστικό του σπιτιού τους, όπου δεν κινδύνευαν να συλληφθούν κιόλας για επεισόδια. Ήταν λίγο εκδηλωτικά τα βλαστάρια της κυρίας Μερόπης στα γήπεδα, πότε έφερναν στο σπίτι κάποιο παλούκι, άλλοτε μια κοφτερή σιδεριά, άλλοτε επέστρεφαν με μαυρισμένα μάτια, και μπορεί χωρίς η μάνα να το ξέρει, να έμπαζαν στο τίμιο σπιτικό ό,τι ναρκωτικό δεν είχε καταναλωθεί στις κερκίδες. Όλα αυτά προϊόντα της αφοσίωσης των τέκνων της στο κοινωνικό φαινόμενο που λέγεται μπάλα. Το ποδοσφαιρικό παιχνίδι, το ντέρμπι κι η μητέρα όλων των μαχών μεταξύ των δύο αιωνίων αντιπάλων, που ο ένας ζει απ’ τη σάρκα του άλλου, είχε λήξει ισόπαλο χωρίς τέρματα. Οι δυο μαντράχαλοι, παρότι συμφωνούσαν πάντα σε ποια μπουζούκια θα πάνε να τα σπάσουν, υποστήριζαν ο ένας τον αντίθετο αιώνιο αντίπαλο απ’ τον άλλο.

«Σας γαμήσαμε τη μάνα ρε!» γκάριζε ο ένας.

«Όχι ρε, εμείς σας γαμήσαμε τη μάνα!» αντέτεινε ο άλλος.

Η πραγματική τους μάνα, αναμαλλιασμένη και κατάκοπη απ’ έναν ύπνο που ‘μοιαζε με ανάβαση στο πιο ψηλό βουνό, έμεινε όρθια να τους παρακολουθεί πως ο ένας έβριζε τη μάνα του άλλου…

Εκείνη τη νύχτα δε θα την ξεχάσει ποτέ. Ο καβγάς συνεχιζόταν, έπεφταν και κάτι ψιλές μέσα στο σπίτι, αλλά εκείνη δεν κατάφερε να επαναφέρει τους γιους της στην πραγματικότητα. Καθισμένη καθώς ήταν στην πολυθρόνα κοντά στην πόρτα, η απόγνωσή της να μην κοπάζει με τίποτα, άκουσε κλειδιά την ώρα που ετοιμαζόταν ν’ ανάψει τσιγάρο για να παρακολουθήσει με κυνισμό το ματς της φάπας ανάμεσα στα παιδιά της. Τον ήχο αυτόν, το γύρισμα της κλειδωνιάς που εκείνη συνέδεσε από ένστικτο με τη λύση των προβλημάτων της, θα ήθελε σήμερα να τον ξεχάσει. Τότε πάντως η ανακούφισή της ήταν τεράστια. Ο άνδρας της, σα να μη συνέβαινε τίποτα μπήκε μέσα, έβγαλε το καπέλο και τους ανακοίνωσε μ΄ ένα χαμόγελο μικρού παιδιού:

«Δε βρήκα καράβι! Έχουν απεργία οι ναυτεργάτες!»…

Όταν η Σταυρούλα την πιάνει απ’ το λαιμό, μετά από ώρα που βολόδερνε από δω και από κει λες και ήταν μια γάτα του δρόμου, βλέπει στα μάτια της ένα χορτάτο πλάσμα, μαλάζει ένα στομάχι φουσκωμένο περισσότερο από ευφορία και λιγότερο από πραγματικό φαγητό, και ξαφνικά σαστίζει:

«Τι έφαγες ρε άτιμο ζωντανό!» φωνάζει της γάτας και της κουνάει το κεφάλι που το ‘χει αρπάξει με τα χέρια της, τανάλιες κανονικές…

Το ζωντανό μάλλον μαζεύεται και καταλαβαίνει πως οι κλοτσιές που του έδωσαν κάποιοι μπάτσοι για να φύγει απ’ τον τόπο του εγκλήματος, προκειμένου να τον ζώσουν με τις γνωστές προστατευτικές ταινίες των φονικών, μπορεί και να ήταν η αρχή νέων μαρτυρίων που του επιφύλασσε η αφεντικίνα του…

Της ανοίγει το στόμα για να διαπιστώσει αν οι ενδείξεις στα μουστάκια και τη μουσούδα της κρύβουν όντως την αλήθεια. Η γάτα μύρισε τη χυμένη στο πεζοδρόμιο μαρμελάδα φράουλα της κυρίας Μερόπης και έσπευσε μέσα στο γενικότερο πανικό να τη φάει, μπροστά στην είσοδο του Πρακτορείου, κοντά στη μοιραία κολώνα. Μόνο που η μαρμελάδα είχε ανακατευτεί με το αίμα, και επειδή έτσι τα ‘φερε το φονικό και η τύχη, το αίμα με τη μαρμελάδα. Η Σταυρούλα διαισθάνεται το φόβο της γάτας της και προοδευτικά χαλαρώνει την πίεση των χεριών της. Όταν πια η ψιλικατζού έχει απελευθερώσει το ζωντανό, κάπως θλιμμένο αυτό, στέκεται για μια στιγμή στα δυο βήματα και την κοιτάζει. Έπειτα μ’ ένα σάλτο πηγαίνει στο πλαστικό σκαμπό και κουλουριάζεται ως συνήθως.

Η Σταυρούλα βάζει τα χέρια στη μέση, ύστερα ξύνει άγαρμπα το κεφάλι της και λέει:

«Δε φταις εσύ ψυχή μου, εγώ φταίω που σου δίνω γλειφιτζούρια να μασουλήσεις» και υπενθυμίζει στον εαυτό της πως η μόνη ανιδιοτελής αγάπη που υπάρχει είναι αυτή απ’ τη μεριά ενός ζώου προς το αφεντικό του. Κάπου το ‘χε διαβάσει αυτό, σ’ ένα περιοδικό για τα ζώα. Κάπου βαθιά μέσα της ενοχλείται που κάποτε υπήρξε ένα τέτοιο ζώο για κάποιον άλλο, που έδωσε πραγματική κι ανεπιφύλακτη αγάπη (αν είχε χίλια χέρια και με τα χίλια θα φασκέλωνε το πρόσωπό της!) και πήρε πίσω ένα τίποτα μ’ ένα μόνιμο τραύμα στο δεξί της μάτι.

«Φαντάσου πόσο με μισούσε!», αναμασάει με το στόμα της και ο φόβος απ’ τις θύμησες την κυκλώνει. Η γάτα βαριεστημένα σαλεύει την ουρά της, το πιο πιθανό είναι ότι συμφωνεί μαζί της.

4.01.2010

Σκηνές!





Τόσο θέατρο! Μα πόσο θέατρο; Και πάλι θέατρο! Κι όταν θα ψάχνεις καμαρίνι φτωχικό, όταν θελήσεις ν' αφήσεις για δυο στιγμές τον εαυτό σου στη κρεμάστρα, θα βγαίνεις και πάλι σε σκηνή! Όλο σε σκηνή, όλο σε φως, μέχρι ν' απορήσεις, αν κάποτε υπήρξες έξω από σκηνές...

3.30.2010

Πλήθη



Αυτό το πλήθος
που συνωθείται μέσα μου
δεν υπάρχει
χωρίς αυτό
που σιγοβράζει εκεί έξω.
Μοναχά και τα δυο τους
με κούρασαν
με ρήμαξαν.
Για να ζήσουν πρέπει
να συναντηθούν.
Για να ζήσω
πρέπει να σε συναντήσω.

3.27.2010

Μνήμης Ερείπια







Ένα σπίτι πεθύμησα
κι η συννεφιά μου στέγη
Παράθυρο πεθύμησα
χωρίς περβάζι και γυαλί
στα μάτια μου ψιλή βροχή
και τον αέρα κατάστηθα
Τους ανθρώπους μου λαχτάρησα
που ΄ναι θαμμένοι στα ερείπια της μνήμης
αυτά που δε μπορείς να σκάψεις με τα χέρια γυμνά
είναι που καίνε, είναι που κλαίνε…
Και περιμένουν μιαν ανάσα, τ’ ανασάλεμα της σκόνης
που σαν μεταξένιο σάβανο θα κυματίσει
απ’ τη θαμπάδα της φωνής μου…
Περιμένουν να ραγίσ’ η πετρωμένη λησμονιά μου
να τους καλέσω πίσω, να τους φωνάξω,
ν’ ανοίξω ένα μονοπάτι εγκαρτέρησης
να ζωντανέψει μια φλέβα φωτός στο άσπιλο σώμα του σκότους…
Περιμένουν να φέρω πίσω τις λαλιές τους
να τις ξεκρεμάσω απ’ τα γέρικα κλαδιά των δέντρων
εκεί που τις αφήσαν βουβές κι ορφανεμένες
όσα πουλιά σ’ ανοίκειους τόπους τις ταξίδευαν
για όσο ο φόβος μου
έχτιζε γύρω νέα ερείπια…
Μα πώς να πλέξω τις λέξεις
τώρα που κατάπιαν τα νήματα;

3.21.2010

Τρεις στάσεις για το φεγγάρι




Πανσέληνος

Πόσο θα ΄θελα να χλευάσω
τ΄ ολόγιομο φεγγάρι!
Κι όμως με πληγώνει!
Άκουσ’ αυτό το μικρό σπάραγμα!
Δες! Βλέπω ακόμα απ' το φεγγίτη
της τσιμεντένιας φυλακής μου…
Πόσο με πληγώνει αλήθεια!
Θα 'θελα να το χαρακώσω με μαχαίρι
καθώς θα ύψωνα το χέρι μου
στα μαύρα σπλάχνα της νύχτας…
Να σταλάξουν πόνοι κι ελπίδες
των Άλλων!
Όλων!
Κι ύστερα να πω,
τι όμορφα σπαράζει δίπλα η αστροφεγγιά!

Ημισέληνος

Απόψε θα κοιμηθώ σε μια αιώρα…
Υπάρχει ακόμα μια λεπτή φλούδα φεγγαριού
π’ αντιστάθηκε στη σκοτεινιά…
Εκεί θα στρώσω, τ’ αποφάσισα!
Θέλω να δω
πως στροβιλίζονται τα όνειρα στον ουρανό
πως πλέκονται σα χαμένες προσευχές…
Εκεί θα στρώσω είπα!
Τ’ αποφάσισα!
Κι αν κρυώσω;
Θα πάρω τ’ άστρα για κουβέρτα…

Ασέληνος

Το φεγγαράκι το λαμπρό στα κόκκινα ξεψυχάει…
Μοιάζει μ’ ένα τάσι που απ’ την πολλή του κάψα,
λιώνει μέσα στην ίδια του τη φλόγα…
Είναι καρφιτσωμένο σε μια υποφωτισμένη συννεφένια αψίδα,
μια αυτοσχέδια ουράνια προθήκη…
Η παντοτινή του μοίρα
στο γεννοβόλημα της μέρας
είναι να σβήνει κάπου στο χάσιμο της θάλασσας
στο τέλος ενός διαδρόμου
που φτιάχνει πάνω σε νερά γαληνεμένα
για να μη χάνει ποτέ το δρόμο…

3.16.2010

Η ευτυχία είναι γλυκό του κουταλιού...




(ένα παραμύθι για μεγάλους)

Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα περίεργο παιδί. Ήθελε μόνο να βλέπει, ν’ ακούει, να μυρίζει, να γεύεται και ν’ ακουμπά τη ζωή γύρω του. Γι’ αυτό δεν του άρεσαν τα παραμύθια. Δε μπορούσε να καταλάβει κάποια πράγματα. Άκουγε τις ερωτήσεις και τις απορίες των άλλων παιδιών και ξεσπούσε σε γέλια, τα έδειχνε σαν να ήταν χαζά και κρατούσε την κοιλιά του. Το περίεργο παιδί ρωτούσε συνέχεια τη μαμά του και τον μπαμπά του, τον παππού και τη γιαγιά του, τους δασκάλους και τους γείτονες του, τι ήταν η ευτυχία, αλλά κανείς δεν του απαντούσε. Πόσο του άρεσε αυτή η λέξη! Πόσο στενοχωριόταν που κανένας δεν ήθελε να μιλήσει μαζί του γι’ αυτή…

Μια μέρα, καθώς επέστρεφε απ’ το σχολείο, ρώτησε ένα γέρο ζητιάνο στο δρόμο τι είναι η ευτυχία. Τα μάτια του ζητιάνου άστραψαν και χαμογέλασε σαν κάποιος να του ‘δώσε πίσω όλα όσα είχε χάσει. Του απάντησε πρόθυμα ότι η ευτυχία βρίσκεται μέσα σ’ ένα μεγάλο βάζο…
Το παιδί παραξενεύτηκε.
«Εκεί μέσα υπάρχει το πιο ωραίο γλυκό του κουταλιού που έχει φτιάξει ποτέ χέρι ανθρώπου!» είπε ο γέρος με ανοιχτά τα χέρια, του έτρεχαν τα σάλια…
«Πιο καλό κι απ’ αυτό που φτιάχνει η μαμά μου;» ρώτησε τότε το παιδί.
«Πιο καλό!» είπε ο ζητιάνος.
«Αχ, μ’ αρέσουν πολύ τα γλυκά του κουταλιού!» είπε το παιδί.
Ύστερα του γεννήθηκε η επιθυμία να βρει αυτό το γλυκό και να το φάει.
«Μπορείτε κύριε ζητιάνε να μου πείτε που βρίσκεται αυτό το βάζο;» ρώτησε.
«Δεν το ξέρεις; Αυτό το βάζο βρίσκεται στο σπίτι σου!» είπε ο ζητιάνος και άρχισε να τρίβει τα χέρια του και να ξερογλείφεται.
«Στο σπίτι μου;» ρώτησε έκπληκτο το παιδί.
«Ναι, αλήθεια σου λέω!» κούνησε το κεφάλι ο γέρος.
«Που ακριβώς βρίσκεται κύριε ζητιάνε;»
«Στο δωμάτιό σου! Ψηλά! Πολύ ψηλά! Στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης σου!» είπε ο ζητιάνος και άρχισε να χοροπηδάει.
«Ευχαριστώ κύριε ζητιάνε!» είπε το παιδί. Φορτώθηκε και πάλι την σάκα στον ώμο και γύρισε στο σπίτι του σφυρίζοντας. Άφησε πίσω του το ζητιάνο που λυπήθηκε με τη συμπεριφορά του. Ο γέρος περίμενε να τον καλέσει να φάνε μαζί το γλυκό του κουταλιού, να φάνε μαζί την ευτυχία…

Το παιδί έφυγε χωρίς πολλές ανησυχίες. Έτσι ο ζητιάνος δεν πρόλαβε να του πει το μυστικό: ότι δεν έπρεπε να φάει ποτέ το γλυκό μόνος του!
Όταν το παιδί έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού του, αναλογίστηκε: γιατί πίστεψα αμέσως το γέρο ζητιάνο; λες να είναι ψέματα όλα αυτά που μου είπε; Δε σκέφτηκε όμως τίποτα άλλο από κει και πέρα. Μπήκε στο σπίτι του, και αφού προσπέρασε τη μαμά του που μαγείρευε, το μπαμπά του που διάβαζε εφημερίδα, τη γιαγιά του που έπλεκε και τον παππού του που έψαχνε τα χάπια του, έτρεξε στο δωμάτιό του.

Οι ακτίνες του ήλιου, που ζέσταιναν απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το δωμάτιο, διαπερνούσαν το βάζο και έκαναν το κόκκινο περιεχόμενο του να φαίνεται ακόμα πιο γλυκό, ακόμα πιο ποθητό. Το καπάκι του ήταν καλυμμένο με ένα καρό πανάκι που ‘ταν δεμένο προσεκτικά μ’ ένα φθαρμένο σπάγκο. Το παιδί ένιωσε χαρούμενο! Το παράθυρό του ήταν ανοικτό. Ο ουρανός ασυννέφιαστος. Οι βουκαμβίλιες στη γειτονιά ολάνθιστες. Οι φωνές των πουλιών ζωηρές και ασταμάτητες…

Το παιδί έφτασε κοντά στη βιβλιοθήκη και ύψωσε τα μάτια του προς το βάζο με το γλυκό του κουταλιού. Να το! Υπάρχει! Σκέφτηκε πώς ήταν στ’ αλήθεια ψηλά, όπως του τα ‘χε πει ο γέρος ζητιάνος! Σήκωσε τα χέρια και ύστερα για να το φτάσει στάθηκε στις μύτες των ποδιών του. Τεντωνόταν και προσπαθούσε. Από μακριά φαινόταν σαν κάποιος που ετοιμάζει τα φτερά του και είναι έτοιμος να πετάξει στους ουρανούς. Αυτό που σε κάποιον άλλο θα φάνταζε μάταιος κόπος, στο παιδί φούντωνε την επιθυμία του να συνεχίσει! Δε σκέφτηκε ούτε το ενδεχόμενο να πάρει μια σκάλα για να πλησιάσει το γλυκό, ούτε την πιθανότητα να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου άλλου. Ξαφνικά όλα τα πράγματα άρχιζαν να χάνονται γύρω του, όλα έμοιαζαν να σβήνονται με μια τεράστια γόμα, τη δική του γόμα…

Ήρθε, λοιπόν, μια στιγμή που έβλεπε μόνο το βάζο με το γλυκό. Αιωρούταν στον αέρα με έναν τρόπο ανεξήγητο. Μια παραξενιά που μόνο ένα παραμύθι μπορούσε να του επιφυλάσσει. Το παιδί δεν ταράχτηκε, ούτε φοβήθηκε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί γύρω. Ο κόσμος και ότι υπήρχε μέσα στο μυαλό του, ξεκινούσε απ’ την επιθυμία του να γευτεί και σταματούσε στο βάζο με το γλυκό…

Τότε σκέφτηκε πως θα ήταν προτιμότερο να πηδήξει για να πιάσει το βάζο. Κι έτσι ξεκίνησε να χοροπηδάει, να δίνει ώθηση απ’ τα γόνατά του προκειμένου κάθε φορά να φτάνει πιο ψηλά. Δεν κουραζόταν. Το βάζο, όσο δεν το έφτανε, τόσο περισσότερο έλαμπε στα μάτια του, τόσο περισσότερο φούσκωνε στο στήθος του την επιθυμία να το αρπάξει και να χώσει μέσα τα χέρια του, να γεμίσει το στόμα του με την ευτυχία…

Το παιδί παραδόθηκε χωρίς έγνοιες σ’ αυτό που λογάριασε σαν το πρώτο ουσιαστικό παιχνίδι της ζωής του. Ο χρόνος είναι σκληρός με τα παιχνίδια. Δεν είναι ποτέ αρκετός γι’ αυτά. Το παιδί δεν καταλάβαινε πως κάθε προσπάθεια να φτάσει το βάζο, κάθε επιτόπια αναπήδηση του έκλεβε και λίγα χρόνια ζωής. Συνέχιζε ακάθεκτο και πλημμυρισμένο από αισθήματα που το ‘καναν μόνο να χαμογελάει και να χοροπηδάει ασταμάτητα. Έτσι το παιδί έγινε έφηβος, ύστερα άντρας και μετά ένας γέρος με καμπούρα. Οι δείκτες στο ρολόι του τοίχου έτρεχαν σαν τρελοί. Δεν καταλάβαινε τις αλλαγές το παιδί, ούτε πως πήρε ύψος, ούτε πως το σώμα του γέμισε ζαρωμένες δίπλες, ούτε πως είναι να ωριμάζεις, γιατί η ζωή του είχε γίνει ένα ατέλειωτο παιχνίδι…

Το παιδί έφτασε στα πιο βαθιά γηρατειά. Κι όμως συνέχιζε να χοροπηδάει και να χαμογελάει. Η επιθυμία του να φτάσει το βάζο με το γλυκό παρέμενε αναλλοίωτη. Ακόμα κι εκείνη η καθοριστική στιγμή του θανάτου, πέρασε χωρίς να το καταλάβει! Τότε άρχισαν, το παιχνίδι και ο χρόνος, να κυλάνε προς τα πίσω. Δεν άλλαξαν όμως οι κανόνες. Κάθε προσπάθεια, κάθε επιτόπια αναπήδηση του στοίχιζε και μερικά χρόνια ζωής. Μιας ζωής που πήγαινε προς τα πίσω, μιας ζωής που δεν είχε κάτι ουσιαστικό να δώσει, επειδή το παιχνίδι είναι ωραίο ακριβώς απ’ τη στιγμή που δεν προσφέρει κάτι χειροπιαστό, κάτι χρήσιμο. Το παιδί σταδιακά μίκραινε, τα χρόνια έφευγαν από πάνω του σαν σταγόνες βροχής, αλλά εκείνο δεν το ένοιαζε τίποτα. Είχε το βάζο του, είχε τα μάτια του καρφωμένα στο γλυκό που κρεμόταν από πάνω του, ήταν ένα όνειρο που υπήρχε ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να το φτάσει. Και έτσι από γέρος με καμπούρα, ξανάγινε άντρας κι ύστερα έφηβος. Και στο τέλος το παιδί ξανάγινε παιδί…

Το παιχνίδι όμως συνεχίστηκε. Το παιδί εξακολουθούσε να προσπαθεί. Συνέχισε να μικραίνει. Ξαφνικά κατάλαβε πώς το βάζο με το γλυκό απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Η απόσταση είχε μεγαλώσει, είχε γίνει χαοτική! Τα πράγματα που για λίγο, ή για πολύ, είχαν χαθεί, έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους. Το παιδί έγινε ένας τόσος δα ανθρωπάκος! Τόσο μικρός, όσο μια ελιά, ένα κουμπί, μια καρφίτσα, σχεδόν εξαφανίστηκε! Το παιδί χάθηκε ολότελα! Το παιδί ευχαριστήθηκε το παιχνίδι! Το παιδί ευχαριστήθηκε την ευτυχία…

Το βάζο με το γλυκό του κουταλιού σταμάτησε στον αέρα. Έμεινε για λίγο ακίνητο. Ύστερα έπεσε και έσπασε. Στο πάτωμα υπήρχαν μόνο σπασμένα γυαλιά. Το γλυκό του κουταλιού χάθηκε μαζί με το παιδί…