(ένα παραμύθι για μεγάλους)
Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένα περίεργο παιδί. Ήθελε μόνο να βλέπει, ν’ ακούει, να μυρίζει, να γεύεται και ν’ ακουμπά τη ζωή γύρω του. Γι’ αυτό δεν του άρεσαν τα παραμύθια. Δε μπορούσε να καταλάβει κάποια πράγματα. Άκουγε τις ερωτήσεις και τις απορίες των άλλων παιδιών και ξεσπούσε σε γέλια, τα έδειχνε σαν να ήταν χαζά και κρατούσε την κοιλιά του. Το περίεργο παιδί ρωτούσε συνέχεια τη μαμά του και τον μπαμπά του, τον παππού και τη γιαγιά του, τους δασκάλους και τους γείτονες του, τι ήταν η ευτυχία, αλλά κανείς δεν του απαντούσε. Πόσο του άρεσε αυτή η λέξη! Πόσο στενοχωριόταν που κανένας δεν ήθελε να μιλήσει μαζί του γι’ αυτή…
Μια μέρα, καθώς επέστρεφε απ’ το σχολείο, ρώτησε ένα γέρο ζητιάνο στο δρόμο τι είναι η ευτυχία. Τα μάτια του ζητιάνου άστραψαν και χαμογέλασε σαν κάποιος να του ‘δώσε πίσω όλα όσα είχε χάσει. Του απάντησε πρόθυμα ότι η ευτυχία βρίσκεται μέσα σ’ ένα μεγάλο βάζο…
Το παιδί παραξενεύτηκε.
«Εκεί μέσα υπάρχει το πιο ωραίο γλυκό του κουταλιού που έχει φτιάξει ποτέ χέρι ανθρώπου!» είπε ο γέρος με ανοιχτά τα χέρια, του έτρεχαν τα σάλια…
«Πιο καλό κι απ’ αυτό που φτιάχνει η μαμά μου;» ρώτησε τότε το παιδί.
«Πιο καλό!» είπε ο ζητιάνος.
«Αχ, μ’ αρέσουν πολύ τα γλυκά του κουταλιού!» είπε το παιδί.
Ύστερα του γεννήθηκε η επιθυμία να βρει αυτό το γλυκό και να το φάει.
«Μπορείτε κύριε ζητιάνε να μου πείτε που βρίσκεται αυτό το βάζο;» ρώτησε.
«Δεν το ξέρεις; Αυτό το βάζο βρίσκεται στο σπίτι σου!» είπε ο ζητιάνος και άρχισε να τρίβει τα χέρια του και να ξερογλείφεται.
«Στο σπίτι μου;» ρώτησε έκπληκτο το παιδί.
«Ναι, αλήθεια σου λέω!» κούνησε το κεφάλι ο γέρος.
«Που ακριβώς βρίσκεται κύριε ζητιάνε;»
«Στο δωμάτιό σου! Ψηλά! Πολύ ψηλά! Στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης σου!» είπε ο ζητιάνος και άρχισε να χοροπηδάει.
«Ευχαριστώ κύριε ζητιάνε!» είπε το παιδί. Φορτώθηκε και πάλι την σάκα στον ώμο και γύρισε στο σπίτι του σφυρίζοντας. Άφησε πίσω του το ζητιάνο που λυπήθηκε με τη συμπεριφορά του. Ο γέρος περίμενε να τον καλέσει να φάνε μαζί το γλυκό του κουταλιού, να φάνε μαζί την ευτυχία…
Το παιδί έφυγε χωρίς πολλές ανησυχίες. Έτσι ο ζητιάνος δεν πρόλαβε να του πει το μυστικό: ότι δεν έπρεπε να φάει ποτέ το γλυκό μόνος του!
Όταν το παιδί έφτασε στο κατώφλι του σπιτιού του, αναλογίστηκε: γιατί πίστεψα αμέσως το γέρο ζητιάνο; λες να είναι ψέματα όλα αυτά που μου είπε; Δε σκέφτηκε όμως τίποτα άλλο από κει και πέρα. Μπήκε στο σπίτι του, και αφού προσπέρασε τη μαμά του που μαγείρευε, το μπαμπά του που διάβαζε εφημερίδα, τη γιαγιά του που έπλεκε και τον παππού του που έψαχνε τα χάπια του, έτρεξε στο δωμάτιό του.
Οι ακτίνες του ήλιου, που ζέσταιναν απ’ άκρη σ’ άκρη όλο το δωμάτιο, διαπερνούσαν το βάζο και έκαναν το κόκκινο περιεχόμενο του να φαίνεται ακόμα πιο γλυκό, ακόμα πιο ποθητό. Το καπάκι του ήταν καλυμμένο με ένα καρό πανάκι που ‘ταν δεμένο προσεκτικά μ’ ένα φθαρμένο σπάγκο. Το παιδί ένιωσε χαρούμενο! Το παράθυρό του ήταν ανοικτό. Ο ουρανός ασυννέφιαστος. Οι βουκαμβίλιες στη γειτονιά ολάνθιστες. Οι φωνές των πουλιών ζωηρές και ασταμάτητες…
Το παιδί έφτασε κοντά στη βιβλιοθήκη και ύψωσε τα μάτια του προς το βάζο με το γλυκό του κουταλιού. Να το! Υπάρχει! Σκέφτηκε πώς ήταν στ’ αλήθεια ψηλά, όπως του τα ‘χε πει ο γέρος ζητιάνος! Σήκωσε τα χέρια και ύστερα για να το φτάσει στάθηκε στις μύτες των ποδιών του. Τεντωνόταν και προσπαθούσε. Από μακριά φαινόταν σαν κάποιος που ετοιμάζει τα φτερά του και είναι έτοιμος να πετάξει στους ουρανούς. Αυτό που σε κάποιον άλλο θα φάνταζε μάταιος κόπος, στο παιδί φούντωνε την επιθυμία του να συνεχίσει! Δε σκέφτηκε ούτε το ενδεχόμενο να πάρει μια σκάλα για να πλησιάσει το γλυκό, ούτε την πιθανότητα να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου άλλου. Ξαφνικά όλα τα πράγματα άρχιζαν να χάνονται γύρω του, όλα έμοιαζαν να σβήνονται με μια τεράστια γόμα, τη δική του γόμα…
Ήρθε, λοιπόν, μια στιγμή που έβλεπε μόνο το βάζο με το γλυκό. Αιωρούταν στον αέρα με έναν τρόπο ανεξήγητο. Μια παραξενιά που μόνο ένα παραμύθι μπορούσε να του επιφυλάσσει. Το παιδί δεν ταράχτηκε, ούτε φοβήθηκε. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί γύρω. Ο κόσμος και ότι υπήρχε μέσα στο μυαλό του, ξεκινούσε απ’ την επιθυμία του να γευτεί και σταματούσε στο βάζο με το γλυκό…
Τότε σκέφτηκε πως θα ήταν προτιμότερο να πηδήξει για να πιάσει το βάζο. Κι έτσι ξεκίνησε να χοροπηδάει, να δίνει ώθηση απ’ τα γόνατά του προκειμένου κάθε φορά να φτάνει πιο ψηλά. Δεν κουραζόταν. Το βάζο, όσο δεν το έφτανε, τόσο περισσότερο έλαμπε στα μάτια του, τόσο περισσότερο φούσκωνε στο στήθος του την επιθυμία να το αρπάξει και να χώσει μέσα τα χέρια του, να γεμίσει το στόμα του με την ευτυχία…
Το παιδί παραδόθηκε χωρίς έγνοιες σ’ αυτό που λογάριασε σαν το πρώτο ουσιαστικό παιχνίδι της ζωής του. Ο χρόνος είναι σκληρός με τα παιχνίδια. Δεν είναι ποτέ αρκετός γι’ αυτά. Το παιδί δεν καταλάβαινε πως κάθε προσπάθεια να φτάσει το βάζο, κάθε επιτόπια αναπήδηση του έκλεβε και λίγα χρόνια ζωής. Συνέχιζε ακάθεκτο και πλημμυρισμένο από αισθήματα που το ‘καναν μόνο να χαμογελάει και να χοροπηδάει ασταμάτητα. Έτσι το παιδί έγινε έφηβος, ύστερα άντρας και μετά ένας γέρος με καμπούρα. Οι δείκτες στο ρολόι του τοίχου έτρεχαν σαν τρελοί. Δεν καταλάβαινε τις αλλαγές το παιδί, ούτε πως πήρε ύψος, ούτε πως το σώμα του γέμισε ζαρωμένες δίπλες, ούτε πως είναι να ωριμάζεις, γιατί η ζωή του είχε γίνει ένα ατέλειωτο παιχνίδι…
Το παιδί έφτασε στα πιο βαθιά γηρατειά. Κι όμως συνέχιζε να χοροπηδάει και να χαμογελάει. Η επιθυμία του να φτάσει το βάζο με το γλυκό παρέμενε αναλλοίωτη. Ακόμα κι εκείνη η καθοριστική στιγμή του θανάτου, πέρασε χωρίς να το καταλάβει! Τότε άρχισαν, το παιχνίδι και ο χρόνος, να κυλάνε προς τα πίσω. Δεν άλλαξαν όμως οι κανόνες. Κάθε προσπάθεια, κάθε επιτόπια αναπήδηση του στοίχιζε και μερικά χρόνια ζωής. Μιας ζωής που πήγαινε προς τα πίσω, μιας ζωής που δεν είχε κάτι ουσιαστικό να δώσει, επειδή το παιχνίδι είναι ωραίο ακριβώς απ’ τη στιγμή που δεν προσφέρει κάτι χειροπιαστό, κάτι χρήσιμο. Το παιδί σταδιακά μίκραινε, τα χρόνια έφευγαν από πάνω του σαν σταγόνες βροχής, αλλά εκείνο δεν το ένοιαζε τίποτα. Είχε το βάζο του, είχε τα μάτια του καρφωμένα στο γλυκό που κρεμόταν από πάνω του, ήταν ένα όνειρο που υπήρχε ακριβώς επειδή δεν μπορούσε να το φτάσει. Και έτσι από γέρος με καμπούρα, ξανάγινε άντρας κι ύστερα έφηβος. Και στο τέλος το παιδί ξανάγινε παιδί…
Το παιχνίδι όμως συνεχίστηκε. Το παιδί εξακολουθούσε να προσπαθεί. Συνέχισε να μικραίνει. Ξαφνικά κατάλαβε πώς το βάζο με το γλυκό απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Η απόσταση είχε μεγαλώσει, είχε γίνει χαοτική! Τα πράγματα που για λίγο, ή για πολύ, είχαν χαθεί, έκαναν και πάλι την εμφάνισή τους. Το παιδί έγινε ένας τόσος δα ανθρωπάκος! Τόσο μικρός, όσο μια ελιά, ένα κουμπί, μια καρφίτσα, σχεδόν εξαφανίστηκε! Το παιδί χάθηκε ολότελα! Το παιδί ευχαριστήθηκε το παιχνίδι! Το παιδί ευχαριστήθηκε την ευτυχία…
Το βάζο με το γλυκό του κουταλιού σταμάτησε στον αέρα. Έμεινε για λίγο ακίνητο. Ύστερα έπεσε και έσπασε. Στο πάτωμα υπήρχαν μόνο σπασμένα γυαλιά. Το γλυκό του κουταλιού χάθηκε μαζί με το παιδί…