Ένα σπίτι πεθύμησα
κι η συννεφιά μου στέγη
Παράθυρο πεθύμησα
χωρίς περβάζι και γυαλί
στα μάτια μου ψιλή βροχή
και τον αέρα κατάστηθα
Τους ανθρώπους μου λαχτάρησα
που ΄ναι θαμμένοι στα ερείπια της μνήμης
αυτά που δε μπορείς να σκάψεις με τα χέρια γυμνά
είναι που καίνε, είναι που κλαίνε…
Και περιμένουν μιαν ανάσα, τ’ ανασάλεμα της σκόνης
που σαν μεταξένιο σάβανο θα κυματίσει
απ’ τη θαμπάδα της φωνής μου…
Περιμένουν να ραγίσ’ η πετρωμένη λησμονιά μου
να τους καλέσω πίσω, να τους φωνάξω,
ν’ ανοίξω ένα μονοπάτι εγκαρτέρησης
να ζωντανέψει μια φλέβα φωτός στο άσπιλο σώμα του σκότους…
Περιμένουν να φέρω πίσω τις λαλιές τους
να τις ξεκρεμάσω απ’ τα γέρικα κλαδιά των δέντρων
εκεί που τις αφήσαν βουβές κι ορφανεμένες
όσα πουλιά σ’ ανοίκειους τόπους τις ταξίδευαν
για όσο ο φόβος μου
έχτιζε γύρω νέα ερείπια…
Μα πώς να πλέξω τις λέξεις
τώρα που κατάπιαν τα νήματα;
κι η συννεφιά μου στέγη
Παράθυρο πεθύμησα
χωρίς περβάζι και γυαλί
στα μάτια μου ψιλή βροχή
και τον αέρα κατάστηθα
Τους ανθρώπους μου λαχτάρησα
που ΄ναι θαμμένοι στα ερείπια της μνήμης
αυτά που δε μπορείς να σκάψεις με τα χέρια γυμνά
είναι που καίνε, είναι που κλαίνε…
Και περιμένουν μιαν ανάσα, τ’ ανασάλεμα της σκόνης
που σαν μεταξένιο σάβανο θα κυματίσει
απ’ τη θαμπάδα της φωνής μου…
Περιμένουν να ραγίσ’ η πετρωμένη λησμονιά μου
να τους καλέσω πίσω, να τους φωνάξω,
ν’ ανοίξω ένα μονοπάτι εγκαρτέρησης
να ζωντανέψει μια φλέβα φωτός στο άσπιλο σώμα του σκότους…
Περιμένουν να φέρω πίσω τις λαλιές τους
να τις ξεκρεμάσω απ’ τα γέρικα κλαδιά των δέντρων
εκεί που τις αφήσαν βουβές κι ορφανεμένες
όσα πουλιά σ’ ανοίκειους τόπους τις ταξίδευαν
για όσο ο φόβος μου
έχτιζε γύρω νέα ερείπια…
Μα πώς να πλέξω τις λέξεις
τώρα που κατάπιαν τα νήματα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου